Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Σωτήρης Τόγελος. Ο Μουσικός


Σωτήρης Τόγελος


Βιογραφικό
Ο Σωτήρης Τόγελος, γεννήθηκε στο Γαρδίκι Ασπροποτάμου του νομού Τρικάλων. Τελείωσε τη μέση εκπαίδευση στα Τρίκαλα και σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη. Ειδικεύτηκε ως Ω.Ρ.Λ/γος στο ίδιο πανεπιστήμιο και στη Γερμανία.
Λατρεύοντας ιδιαίτερα την παραδοσιακή μουσική δεν έπαψε να ασχολείται με αυτή και να ερμηνεύει γοητευτικούς σκοπούς με το λαούτο. Πιστεύει ότι η αυθεντική ελληνική μουσική υπήρξε ανέκαθεν η γνησιότερη έκφραση των συναισθημάτων του ανθρώπου. Έχει καταγράψει και συλλέξει εκατοντάδες δημοτικά τραγούδια ανέκδοτα και γνωστά. Έχει δισκογραφήσει δύο δίσκους L.P. 33 στροφών με 12 τραγούδια ο καθένας, «Μαρουσιάνα» και «Ξενιτεμένο» καθώς και τις ανάλογες κασέτες.

Επίσης έχει κυκλοφορήσει τέσσερα cd, το ένα με 18 τραγούδια και τα άλλα με 10 τραγούδια χορευτκά, 10 καθιστικά και ένα cd με 25 τραγούδια σόλο λαούτο αντίστοιχα. Τελευταία κυκλοφόρησε ένα cd με σόλο λαούτο όπου παίζει ο ίδιος. Έχει λάβει μέρος στην ΕΡΤ πολλές φορές παίζοντας ή τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια με διάφορα δημοτικά συγκροτήματα καθώς και σε άλλους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς ιδιωτικούς ή δημοτικούς. Επίσης συχνή είναι η παρουσία του στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο όπου παρουσιάζει τα δημοτικά τραγούδια και θέματα που αφορούν την παραδοσιακή μουσική.
Έχει βραβευθεί από τον Δήμο Τρικκαίων, Αιθήκων από την «Αδελφότητα» Γαρδικιωτών Πειραιά-Αθήνα και από άλλους Συλλόγους και Σωματεία.
Έλαβε μέρος σε συνέδρια και συμπόσια που αφορούσαν την παράδοση, τα ήθη και έθιμα τους χορούς, και τα τραγούδια της πατρίδας μας.
Η προσφορά του Σωτήρη Τόγελου στο είδος αυτό της μουσικής είναι σημαντική. Λειτουργώντας πάντα ανιδιοτελώς προσπαθεί μέσα από τη δουλειά του να συμβάλει στη διατήρηση και διάδοση της παραδοσιακής μουσικής και των δημοτικών τραγουδιών.

Τα έργα του

ΔΙΣΚΟΙ L.P.33 στροφών – C.D. – ΚΑΣΕΤΕΣ

1. «Σιάνα». C.d. και κασέτα με 13 δημοτικά τραγούδια. Ηχογράφηση 1987.

2. «Μαρουσιάνα». Δίσκος L.P.33 στροφών, c.d. και κασέτα με 12 δημοτικά
τραγούδια. Ηχογράφηση 1988.

3. «Ξενιτεμένο». Δίσκος L.P.33 στροφών, c.d. κασέτα με 12 δημοτικά τραγούδια.
Ηχογράφηση 1992.

4. «ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΣ – ΠΙΝΔΟΣ. Τραγούδια». C.d. με 18 τραγ. και θήκη με 2
κασέτες. Ηχογράφηση 1997.

5. «Βάγγιω». C.d. και κασέτα με 10 δημοτικά τραγούδια καθιστικά.
Ηχογράφηση 2003.


6. «Ζυγουριάρης». C.d. με 10 δημοτικά τραγούδια χορευτικά.
Ηχογράφηση 2003.

7. «Σόλο λαούτο». C.d. με 25 γνωστά δημοτικά τραγούδια διασκευασμένα για
λαούτο. Παίζω ο ίδιος συνοδευόμενος από φίλους μου σπουδαίους μουσικούς.


8. Κασετίνα συλλεκτική (θήκη) με 100 δημοτικά τραγούδια σε 7 c.d. και ένθετο
βιβλίο 1 σελ. που περιέχει τους στίχους των τραγουδιών με αναλύσεις, σχόλια
και διάφορες παραλλαγές των τραγουδιών.


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ


1. «Τραγούδια Παραδοσιακά».

2. «Περί ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ τοιούτων ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ».
ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ CD mp3 100 τραγουδιών
Τα 100 τραγούδια από τα εφτά (7) cd του δίσκου ΜΒ.3 είναι:

Σιάνα: (1987) 13 Τραγούδια χορευτικά εκτός του «Σιάνα».
Μαρουσιάνα: (1989) 12 τραγούδια χορευτικά.
Ξενιτεμένο: (1992) 12 τραγούδια χορευτικά.
Ασπροπόταμος ­ Πίνδος: (1997) 18 τραγούδια χορευτικά
Βάγγιω: (2003) 10 τραγούδια καθιστικά.
Ζυγουριάρης: (2007) 10 τραγούδια χορευτικά
Σόλο λαούτο: (2007) 25 διάφορα δημοτικά τραγούδια.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

1. ΣΙΑΝΑ (καθιστικό)

Απόψε τα, Σιάνα μ, ματάκια μου
κοιμούνται δακρυσμένα,
για μια όμορφη, Σιάνα μ, γειτόνισσα.
Απόψε είδα, Σιάνα μ’ στον ύπνο μου
είδα και στο όνειρό μου
ν’ ανέβαινα, Σιάνα μ’ σ’ ένα βουνό
κι αγνάντευα, Σιάνα μ’ και βίγλιζα
τη βρύση στο Τυφλοσέλι,
πως πάει η Σιάνα για νερό,
στη βρύση τραγουδώντας
κι η μάνα της Σιάνα μ’ της έλεγε…

2. Στη βρύση παραμόνευα (Στα τρία)

Στη βρύση παραμόνευα
μ’ ένα λαμπρό φεγγάρι.
Για να περάσει η αγάπη μου
να μας καλησπερίσει.
Καλησπέρα σας βρε παιδιά
καλώς την την κοντούλα.
Μήπως σου κακοφάνηκε
που σού ΄παμαν κοντούλα
κοντός είν’ κι ο Βασιλικός
τη μυρωδιά την έχει.

3.Σαρανταπέντε Κυριακές (στα τρία)

Σαρανταπέντε Κυριακές
κι εξηνταδυό Δευτέρες
δεν είδαν την αγάπη μου,
δεν είδαν την καλή μου
μια Κυριακίτσα το πρωί
τη βλέπω στολισμένη
με δυο μαντήλια στολισμό
και τέσσερα στα χέρια
και στο χορό κατέβαινε
κι όλο μπροστά πηγαίνει
και με το μάτι της βαρώ
και με τα χείλη της λέω
που ‘σουν εψές μικρούλα μου.

4. Παπάς βαρεί τα σήμαντρα (καγκέλι)

Παπάς βαρεί τα σήμαντρα
δεν σ’ είδα εψές και σήμερα.
Στον κρυσταλλένιο σου λαιμό
κάνει ο παπάς αγιασμό
παπά μ’ τα συχαρίκια σου
από την παπαδίτσα σου.
Εψές την είδα στο χορό,
με δυο μαντήλια στο λαιμό.

5. Βουνά μου πράσινα (τσάμικος)

Εσείς βουνά μου πράσινα
βουνά μου χιονισμένα.
και σεις περιβολάκια μου
μες στ’ άνθη στολισμένα
μην είδατε τον αρνητή
τον ψεύτη της αγάπης
σαν με φιλούσε κι έλεγε
η αγάπη δεν ξεχνιέται (αρνιέται)

6. Εμείς συμπέθερε (στα τρία)

Τώρα εμείς συμπέθερε
Τώρα εμείς θα φύγουμε
Και το πουλί σας αφήνουμε.
Να μη μας το μαλώσετε
Και μες το βαλαντώσετε.
Να το ταΐζτε ζάχαρη
Να κελεϊδεί κάθε πρωΐ
Ως που να μάθει τα χούϊα σας
Και τα σπιτοσυγύρια σας.

7. Κοκκινοσκουφίτσα (Τσάμικο)

Μια κοκκινοφορεμένη
Μούχει την καρδιά καμμένη (παρμένη)
Πως να κάνω να τη γελάσω
Το χεράκι της να πιάσω
Στο χορό όπου χορεύει
Σύρε πιάστην απ΄ το χέρι.

8. Ο Γιάννης ο μπερατιανός (Τσαμικος – Συρτός)

Ο Γιάννης ο μπερατιανός
Που περπατεί σαν σταυραετός
Όπου φορεί τα τσάμικα
Και τ’ άσπρα του πουκάμισα
Όλες οι νιες τον αγαπούν
Μα ντρέπονται να του το πουν.

9. Στάζουν τα κεραμίδια (τσάμικος)

Στάζουν τα κεραμίδια σου
Μαύρα γλαρά ειν΄ τα φρύδια σου.
Στάζει και με η καρδούλα μου
Για μια γειτονοπούλα μου
Γειτονοπούλα του παπά
Ποιον αγαπάς καλύτερα.

10. Βασιλικούλα (Συρτοκαγκέλι)

Μπήκε νιος μες’ στην αυλή
Μας πήρε τη Βασιλική
Τσελιγκούλα, μικρή μου βλαχοπούλα
Και την πείρε και την πάει
Στα βουνά την γκιζερνάει
Τσελιγκούλα, μικρή μου βλαχοπούλα
Θα την πάει στα κονάκια
Να φυλάει τα προβατάκια
Τσελιγκούλα, μικρή μου βλαχοπούλα
Τσελιγκούλα θα την κάνει
Να την έχει για καμάρι
Τσελιγκούλα, μικρή μου βλαχοπούλα.

11. Θάλασσα πλατιά (Συρτό)

Θάλασσα πλατιά, μαγκούφα ξενιτιά
Θάλασσα βαριά το κύμα σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα
Έβγα να σε ιδώ να παρηγορηθώ
Έβγα να σε ιδώ λιγάκι, να μου φύγει το μεράκι
Γιαλό γιαλό τα μάτιασου τα δυο
Γιαλό γιαλό γυαλίζω κι όλο για σένα τριγυρίζω
Έβγα να σε ιδώ να παρηγορηθώ
Έβγα να σε ιδώ μια ώρα , η ψυχή μου βγαίνει τώρα.

12. Βαρκούλα (Συρτό στα τρία)

Βαρκούλα τι ζητάς εδώ
Μες στο δικό μας το γιαλό
Ήρθα να ιδούν τα μάτια μου
Πως τα περνάει η αγάπη μου
Μην ήυρε αλλού κι αγάπησε
Και μένα με παράτησε
Ποιός τό πε δενδρολάκι μου
Δεν σ’ αγαπώ πουλάκι μου.

13. Πέθανε ο βλάχος (Τσάμικος)

Πέθανε ο βλάχος πέθανε
Μέσα στο γιδομάντρι
Τι θα γίνω εγώ η μαύρη.
Τα πρόβατα ρημάξανε και τα χωριά στενάξανε
Και γω η μαύρη, η ορφανή
Πως θα περάσω μοναχή.

14. Μαρουσιάνα (Συρτό στα τρία)

Πέντε μήνους έξ αδράχτια,
πότε τα `γνεσες, Μαρουσιάνα μ’.
Κι άλλους πέντε δυο κουβάρια
πότε τα `μασες, Μαρουσιάνα μ’.
Κι άλλους τόσους γκιζερούσα
στα ψηλά βουνά, Μαρουσιάνα μ’.
Την αγάπη μου γυρεύω
που να την εύρω, Μαρουσιάνα μ’.
Που `σουν ξένε μ’ το χειμώνα
το χινόπωρο, Μαρουσιάνα μ’.
Ήμουνα μακριά στα ξένα
ξένα δούλευα, Μαρουσιάνα μ’.

15. Βρέχουν τα βουνά (Τσάμικο)

Για μένα βρέχουν τα βουνά
για μένα χαλαζώνουν.
Για μένα σέρνει ο ποταμός
κατεβασιά μεγάλη.
Το Μάη σέρνει τα κούτσουρα
το Θεριστή λιθάρια.

16. Τρία παιδιά ζουρλάθηκαν (Συρτό)

Τ’ ακούτε εσείς οι όμορφες
και σεις οι μαυρομάτες
το Μάη κρασί μην πίνετε,
όξω μην κοιμηθείτε,
κόρη κοιμόταν μοναχή
έξω στο μπαλκονάκι,
βρίσκει τα στήθια τς ανοιχτά
και τσαλαπατημένα.
τρία παιδιά ζουρλάθηκαν
και περπατούν τις στράτες
σέρνουν ψωμί για τα σκυλιά,
κρασί για τους γερόντους,
σέρνουν κι αγάπης βότανο.

17. Η ορφανή (Συρτό)

Πως το `παθες μαύρη ορφανή
πως το `παθες καημένη,
το νιο δεν `δωκες φίλημα
φιλί και μαύρα μάτια
κι ο νιός μας ξενιτεύτηκε,
πάει μακριά στα ξένα,
παν τα καράβια απ’ το γιαλό
κι η κόρη τρέχει στους κάμπους,
με τα μαλλάκια ξέπλεκα.

18. Γαϊτανάκι (Τσάμικο)

Γαϊτανάκι μου,
φεγγαράκι μου,
γαϊτανάκι του βουνού
φεγγαράκι τ’ ουρανού.
Γαϊτανάκι μου,
κορδελάκι μου,
γαϊτανάκι φουντωτό
ξακουστό και ζηλευτό.
Γαϊτανάκι μου,
δεντρολάκι μου,
γαϊτανάκι μου ψηλό
συ μου πήρες το μυαλό.

19. Να ’μουν αετός (Καγκέλι)

Να ‘μουν αετός να πέταγα
να φύγω από τα ξένα.
Να ‘βλεπα την αγάπη μου
το πώς πονάει για μένα.
Να ‘γνάντευα το σπίτι μου
τα δέντρα στην αυλή μου.
Το πώς περνάει η μάνα μου
οι φίλοι οι καλοί μου.
Στην έρημη την ξενιτιά
ξένος ξενιτεμένος.
Ολημερούλα μοναχός
το βράδυ λυπημένος.

20. Παιδιά απ’ τον Ασπροπόταμο (Τσάμικο)

Παιδιά απ’ τον Ασπροπόταμο
κι απ’ το τρανό Γαρδίκι.
Κι από της Πίνδου τα χωριά
λεβέντες παλικάρια.
Τούρκο μην προσκυνήσετε
εχτρό μη φοβηθείτε.

21. Κοντή κοντούλα (Καλαματιανό)

Μια κοντή κοντούλα δω στη γειτονιά
έχει μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά.
Η μάνα της τη δέρνει και την τυραννεί
για να μαρτυρήσει ποιος τη φίλησε.
Μη με δέρνεις μάνα, μη με τυραννείς
θα στο μαρτυρήσω ποιος με φίλησε.
Ούτε ξένος ήταν ούτε αλαργινός
γείτονός μας ήταν και μελαχρινός.

22. Ποιος είναι άξιος (Συρτό στα τρία)

Ποιο ειν’ αξιός κι αγρήγορος
και νυχτοπερπατάρης.
Να πάει τα χαιρετίσματα
στο δόλιο το Ρηνάκι
και στο Κατερινάκι.
Να μην αλλάξει τη λαμπρή
να μη λαμπροφορέσει
τα μαύρα να φορέσει.
Τον Κωσταντή βαρέσανε
τον έχουν λαβωμένο
στους κάμπους ξαπλωμένο.
Μαύρα πουλιά τον τρώγουνε
κι άσπρα τον τριγυρίζουν
τον Κώστα φοβερίζουν.

23. Ήρθε χινόπωρος (Τσάμικο)

Γιώργη μ’, ήρθε χινόπωρος
ήρθε και ο χειμώνας.
Αυτά τα γιδοπρόβατα
που θα τα ξεχειμάσεις.
Να `ρθω και γω, Γιώργη μ’, κοντά
να τα φυλάμε αντάμα.

24. Άγορος από Συρί (Συρτό στα τρία)

Άγορος από Συρί
κόρη απ’ την Ανατολή.
Που πάει σαν κι αν ανταμώσανε
κάτω στο δαφνοπόταμο.
Που είναι οι δάφνες οι πολλές
κι οι δασιές τριανταφυλλιές.

25. Μάνα με κοκοπάντρεψες (Τσάμικο)
Μάνα με κοκοπάντρεψες
και μ’ έδωσες στον κάμπο.
Εγώ στο κάμα δε βαστώ
νερό ζεστό δεν πίνω.
Εδώ ο κούκος δε λαλεί
τρυγώνα δεν το λέει.

26. Ξενιτεμένο (Συρτό στα τρία)

Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Τι να σου στείλω ξένε μου, τι να σου παραγγείλω
σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
σου στέλνω και τα δάκρυα…

27. Φέτος που βγήκα στα βουνά (Τσάμικο)

Φέτος που βγήκα στα βουνά
ψηλά στα βλαχοχώρια.
Της χήρας κόρη αγάπησα
της χήρας θυγατέρα.
Στη μάνα της τη ζήτησα
κι αυτή δε μου τη δίνει.
Η κόρη μ’ είν’ ανήλικη
στα χρόνια δεν ταιριάζει.

28. Πάει ο Κωσταντής για ξύλα (Συρτό)

Πάει ο Κωσταντής για ξύλα, με τον γιό τ’ μαζί
Και στο λόγγο που πηγαίναν βρίσκουν `να μαντρί
`να γιδομαντρί.
Για κατέβα κάτω τσομπάνε να μη μας φάει το σκυλί
το κολοβό το σκυλί.
Το `δωσα ψωμί τυράκι, πάει στα πρόβατα
στα λάϊα πρόβατα.
Έλα από κοντά τσομπάνε, να πάμε στο χωριό
που σου `χουν προξενιό.

29. Το παλικάρι το καλό (Τσάμικο)

Το παλικάρι το καλό, θέλει άξια γυναίκα
να ξέρει από αργαλειό, να ξέρει κι από ρόκα
να `χει και χτενομήταρα να ν’ μαργαριταρένια.

30. Ζαχαρούλα (Στα τρία)

Σειώνται τα δέντρα, σειώνται Ζαχαρούλα
σειώνται και τα κλαριά,
σειέται κι η Ζαχαρούλα με τα ξανθά μαλλιά.
Ζαχαρούλα τ’ όνομά σου
και γλυκό είν’ το φίλημά σου.
Στα Γιάννενα θα πάω, Ζαχαρούλα
στα μπογιατζίδικα
να βάψω τα μαλλιά σου τα σεβνταλίδικα.
Ζαχαρούλα παινεμένη
και στον κόσμο ξακουσμένη.
Τσαρούχια ταλατήνια, Ζαχαρούλα
και φούστα θαλασσιά
τα βάζει η Ζαχαρούλα και πάει στην εκκλησιά.
Ζαχαρούλα, Ζαχαρούλα
συ μου πήρες την καρδούλα.
Πάρε καρότσα κι έλα, Ζαχαρούλα
κάτω στα χειμαδιά
να δεις τους τσελιγκάδες πως φτιάνουν τα μαντριά.
Ζάχαρη και πορτοκάλι
σαν κι εσένα δεν είν’ άλλη.

31. Κρινόρης (Συρτό)

Σαράντα κλέφτες ήμασταν, Κρινόρη, Κρινόρη,
σαρανταδυό νομάτοι, Κρινόρη μου λεβέντη.
Κι αν ένας μας αρρώστηνε, Κρινόρη, Κρινόρη,
οι άλλοι τον κρατούσαν, που `στε καημένα νιάτα.
Όρκο βαρύ εκάναμαν, Κρινόρη, Κρινόρη,
ποτέ δεν τον πατάμε, Κρινόρη μου, λεβέντη.
Ολημερίς στον πόλεμο, Κρινόρη, Κρινόρη,
το βράδυ καραούλι, Κρινόρη μου, λεβέντη.
Στο χέρι τα’ αλαφρύ σπαθί, Κρινόρη, Κρινόρη,
στον ώμο το ντουφέκι, που `στε καημένα νιάτα.

32. Χρυσούλα (Καγκέλι)

Ένας τσοπάνος έκλαιγε για μια χωριατοπούλα
και τ’ όνομά της έλεγε, Χρυσούλα μου, Χρυσούλα.
Και το χωριό αγνάντευε ψηλά `πό μια ραχούλα
γιατί έχει πόνο στην καρδιά, για τη γλυκιά Χρυσούλα.
Όλο τραγούδια έλεγε γλυκά με τη φλογέρα
τα πρόβατα στη ρεματιά, βελάζουν νύχτα μέρα.
Χρυσούλα μου σου τραγουδούν κι όλο για σένα λένε
και μένα τα ματάκια μου μέρα και νύχτα κλαίνε.

33. Ασπροποταμίτισσα (Τσάμικο)

Κυρά Ασπροποταμίτισσα που ξενυχτάς στα γρέκια
δε νοιάζεσαι, δε σκιάζεσαι βροχές κι αστροπελέκια.
Κι αν ξενυχτώ λεβέντη μου, ν’ αγνάντια στα κονάκια
δυο μάτια με παρατηρούν, αυγούλες και βραδάκια.

34. Εχτές προχτές (Συρτό)

Εχτές προχτές που διάβαινα
στο μύλο για να πάω
βρίσκω μια κόρη που `πλυνε
ζυγώνω τη ρωτάω.
Κόρη μ’ τ’ έχεις και θλίβεσαι
και είσαι λυπημένη
έχω άντρα στην ξενιτιά
κι είμαι βαλαντωμένη.
Δώδεκα χρόνους καρτερώ
και δυο τον απαντέχω
κι απέ πηγαίνω στο χαμό
τι άλλο δεν αντέχω.

35. Όσα χωριά (Καγκέλι)

Όσα χωριά περπάτησα βλαχιά και Βουκουρέστι,
δεν μπόρεσα να βρω καμιά στο μπόι να μ’ αρέσει.
Μια κόρη λυγερόκορμη με το χρυσό γκιουρντάνι,
ρηγόπουλο την κυνηγά γυναίκα να την κάνει.
Σιγά, σιγά ρηγόπουλε να βγούμε στο τσαΐρι
κι α με διαβείς, λεβέντη μου, σου κάνω το χατίρι.

36. Το χρυσό μαντήλι (Συρτοκαγκέλι)

Κάτω στα δασιά πλατάνια, βλάχα μου, μωρέ βλάχα μου,
κάθονται δυο βλαχοπούλες
όμορφες τσελιγκοπούλες.
Η μια κεντάει τα προικιά της, βλάχα μου, μωρέ βλάχα μου,
γιε μ’ κι άλλη χρυσό μαντήλι
στην αγάπη της να στείλει.
Ξημερώνει και νυχτώνει, βλάχα μου, μωρέ βλάχα μου,
καρτερώ για να μου στείλει
βλάχα μ’ το χρυσό μαντήλι.
Καρτερώ για να μου στείλει.
Βλάχα μ’ το χρυσό μαντήλι.

37. Πήρε χινόπωρος (Τσάμικο)

Μας πήρε ο χινόπωρος
πάει κι αυτός ο χρόνος
και γω μέσα στην ξενιτιά
παντέρημος και μόνος.
Πότε θα `ρθει η άνοιξη
το όμορφο καλοκαίρι
να ρίξω πέτρα πίσω μου
στης ξενιτιάς τα μέρη.

38. Ντουνιάς (Συρτό)

Τι να τον κάνω τον ντουνιά
τον έρημο τον τόπο,
θα φύγω μάνα μ’ και θα κλαις
θα πάω μακριά στα ξένα,
θα κάνεις χρόνους να με δεις
καιρό να μ’ ανταμώσεις.
Θα κάνω χρόνους δώδεκα
και μήνους δεκαπέντε.

39. Που είστε αδέρφια (Τσάμικο)

Που είστε αδέρφια ελάτε δω
τριγύρω από μένα,
να μη μ’ αρπάξει ο σταυραετός
και με πααίν στα ξένα.
Όλοι τριγύρω είμαστε
τριγύρω από σένα
κι όλοι ντουφέκια ρίχνουμε
κόρη μου για τε σένα.

40. Απ’ τη γειτονιά μου βγαίνω (Συρτό στα τρία)

Απ’ τη γειτονιά μου βγαίνω
στην αγάπη μου πηγαίνω.
Βρίσκω τσούπρες που κεντάνε
κι όμορφα που τραγουδάνε.
Σας παρακαλώ κορίτσια
με κεντήδια και πιτρίκια.
Να με μάθετε κεντήδια
να σας μάθω εγώ παιχνίδια.
Μεις που ξέρουμε κεντήδια
ξέρουμε και τα παιχνίδια.

41. Τίνι φιάτα (Βλάχικο – Συρτό)

Τίνι φιάτα μωρ’ μουσιάτα
βρέι σι γινλα νόϊ
νοϊ αβέμαρού μάρε
νου βα ποτσ σι τρετσ
φιατα μ’ βα τι νετσ.

Πέσκον μάρε βα μαντάρου
σιόου λα βόϊ βα γίνουν.
νόϊ αβέμον μούντε μάρε
νου βα ποτσ σι τρετσ
φιατα μ’ βα κιρέτσ.

Πούλιου μάρε βα μαντάρου
σιόου λα βόϊ βα γίνουν.
νόϊ αβέμον σονάκρα αράου
νου βα ποτς σι σατσ
νίκανιι βα αγκατσατσ.

Σονάκρα αράου νιβάστα μπούνου
νόϊλιιβα φατσέμ
σονάκρα αράου νιβιάστα μπούνου
ντόϊλιι βα μπανέμ
ντόϊλιι βα μπανέμ.

Μετάφραση

Συ κόρη μου ωραία
θες να `ρθεις σε μας
μεις έχουμε μέγα ποτάμι
δεν το απερνάς
κόρη μ’ θα πνιγείς.

Ψάρ’ μεγάλο θα λα γίνω
και γω σε σας θα `ρθω.
Μεις βουνά τρανά έχουμε
δεν μπορείς να διαβείς
κόρη μ’ θα χαθείς.

Πουλί μεγάλο θε να γίνω
και γω σε σας θα `ρθω.
Έχουμε πεθερά κακιά
δεν θα ταιριάξεις
μικρή μου, θα τσακώνεστε.

Πεθερά κακιά, νύφη καλή
δυο μας θα κάνουμε
πεθερά κακιά, νύφη καλή
δυο μας θα κάνουμε
δυο μας θα κάνουμε.

42. Γκόρτσια (Συρτό)

Μια γκορτσιά έχει σταυρό
και στη ρίζα κρύο νερό.
Παν οι νιες να πιούν νερό
και κάνουν όρκο στο σταυρό.
Οπόχει δυο αγαπητικές
έχει σαράντα μαχαιριές.
Οπόχει τρεις και τέσσερες
να `χει σαράντα τέσσερες.
Οπόχει μια κι είναι καλή
να ζήσει να τηνε χαρεί.

43. Κόρη απ’ τον Ασπροπόταμο (Τσάμικο)

Δώδεκα χρόνους φυλακή
κανείς δεν ήρθε να με δει,
γιε μ’ από τους εδικούς μου,
φίλους κι αγαπητικούς μου.
Μόνο μια κόρη πό χω γω
κόρη απ’ τον Ασπροπόταμο,
γιε μ’ αυτή γράμμα μου στέλνει,
και κρυφα με παραγγέλνει.
Ξένε μου το μαντήλι σου
καημό πό χω τα χείλη σου,
γιε μ’ στείλτω να σου το πλύνω
με τα δάκρυα που χύνω.

44. Που είσαι καλέ μου αδερφέ (Τσάμικο)

Που είσαι καλέ μου αδερφέ
και πολυαγαπημένε.
Γύρισε πίσω πάρε με
πάρε μου το κεφάλι.
Να μην το πάρει η παγανιά
και ο Γιουσούφ Αράπης.

45. Ξύπνα (Τσάμικο)

Ξύπνα και δεν εχόρτασες
του ύπνου τη γλυκάδα,
γιατί ο ύπνος σου καλέ
χαλάει την ομορφάδα.
Μέρα και νύχτα τραγουδώ
τα κάλλη σου κυρά μου,
ξύπνα κυρά να σε θωρώ
να γειάνει η καρδιά μου.

46. Περδικούλα γκιορντανάτη (Συρτό στα τρία)

Περδικούλα γκιορντανάτη
κι όμορφο πουλί.
Αυτού στα πλάγια που κοιμάσαι
και στα πετρωτά.
Δε φοβάσαι τα σαΐνια
και τον σταυραετό.
Τα σαΐνια τα `χω αδέρφια
άντρα σταυραετό.
Γω φοβάμαι τα ντουφέκια
και τον κυνηγό.

47.Βαστάει ο δέντρος (Τσάμικο)

Βαστάει ο δέντρος τη δροσιά
βαστάει κι ο νιος την κόρη.
Στα γόνατά του τη βαστάει
στα μάτια την κοιτάει.
Κόρη μου είσαι όμορφη
κόρη μου είσαι άσπρη.
Σύρε να πεις τη μάνα σου
γαμπρό της να με κάνει.
Κι αν δεν με θέλει για γαμπρό
πες της για χουσμεκιάρη.

48. Ποιος διαβαίνει (Συρτό)

Ποιος διαβαίνει, καλέ μάνα,
ποιος διαβαίνει, ποιος περνά
ειν’ ο νιος που αγαπάω
ειν’ ο νιος που μ’ αγαπά.
Κι ως τον βλέπω, καλέ μάνα
κι ως τον βλέπω να περνά
η καρδιά μου δεν κρατιέται
το τραγούδι αρχινά.
Δεν αντέχω καλέ μάνα,
δεν αντέχω δεν βαστώ
όλο κλαίω η καημένη
συλλογιέμαι κι αρρωστώ.
Σύρε πες τον καλέ μου,
σύρε πες τονε ταχιά
ο καημός του θα με φάει
τυραννιέμαι η φτωχιά.

49. Μητρούλης (Τσάμικο)

Μητρούλη μου τι σκέφτεσαι
τι βάνεις με το νου σου.
Το καλοκαίρι πέρασε
χινόπωρο θα να `ρθει.
Βαρύς χειμώνας πλάκωσε
και που θα ξεχειμάσεις.
Θέλεις στη Γκούρα τη μικρή
στη Λάκα τη μεγάλη.

50. Βασιλικός μου μύρισε (Συρτό)

Βασιλικός μου μύρισε
γιε μ’ για δέστε ποιος διαβαίνει
γεια σου αγάπη μου γραμμένη.
Διαβαίνει η αγάπη μου
γιε μ’ στην εκκλησιά πηγαίνει
γεια σου αγάπη μου γραμμένη.
Αυτού που πας αγάπη μου
γιε μ’ προσκύνα και για μένα
αχ ματάκια μου, γραμμένα.
Να σχωρηθούν τα κρίματα
γιε μ’ που `χουμε καμωμένα
αχ ματάκια μου, γραμμένα.

51. Τα κλεφτόπουλα (Τσάμικο)

Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
τρώνε και τραγουδάνε.
Μα ένα μικρό κλεφτόπουλο
δεν τρώει δεν τραγουδάει.
Μον’ τ’ άρματά του κοίταζε
του ντουφεκιού του λέει.
Ντουφέκι μου περήφανο
σπαθί μ’ ξεγυμνωμένο.
Πολλές φορές με γλίτωσες
απ’ του εχτρού τα χέρια.

52. Που `σουν περιστερούλα (Συρτό)

Που `σουν περιστερούλα μου
τόσον καιρό που λείπεις;
Πήγα να μάσω λάχανα
με τ’ άλλα τα κορίτσια
κι οι κλέφτες μας αγνάντευαν
από ψηλά λημέρια.
«Κορίτσια μαυρομάτικα
και γαϊτανοφρυδάτα,
για ελάτε στο λημέρι μας
δυο λόγια να σας πούμε.
Μην είναι Τούρκοι στο χωριό
μην είναι Αρβανίτες;»
«Εμείς εβγήκαμε ταχιά
μεσ’ από το χωριό μας
δεν ξέρουμε,δεν είδαμε
κι αν είναι κι αν δεν είναι.

53. Παπαδοπούλα ύφαινε (Συρτό)

Παπαδοπούλα ύφαινε, λίγο κουνάει τη μέση
και με το νου της έλεγε, να `χε ένα παλικάρι.
Το παλικάρι το καλό θέλει άξια γυναίκα
να ξέρει από αργαλειό, να μπαίνει να υφαίνει,
να `χει και χτενομήταρα από μαργαριτάρι.

54. Πασχαλιά (Συρτό)

Σήμερα, γιόκα μ’ Πασχαλιά
και ο «Χριστός Ανέστη».
Οι Χριστιανοί στην εκκλησιά
λεν «αληθώς Ανέστη».
Σήμερα οι νιές στολίζονται
και βγαίνουν στο σεργιάνι
μικρές αρραβωνιάζονται
και βάνουνε στεφάνι.
Σήμερα, γιόκα μ’ Πασχαλιά
και κελαηδούν τ’ αηδόνια
και συ μακριά στην ξενιτιά
και λείπεις τόσα χρόνια.

55. Μαρ – Μάρω (Βλάχικο – Συρτό)

Τζιι Μαρ Μάρω, τζιι αφένταϊ
σι μαντάρου τζινιράκου, τζιι αφένταϊ.
Κα σνου μι βα τι τζίνιρι
σι μι μπάγκου πικουράρου, τζιι αφένταϊ.
Κα σνου μι βα πικουράρ
σι μι μπάγκου γκαλινάρου, τζιι αφένταϊ.
Κα σνου μι βα τι γκαλινάρ
σι μι μπάγκου γιε μ’ πουρκάρου, τζιι αφένταϊ.
Κα σνου μι βα γιε μου πουρκάρ
σι μαντάρου χουσμεκιάρου, τζιι αφένταϊ.

Μετάφραση

(Πες Μάρω μ’ τ’ αφέντη σου
να με κάνει γαμπρό
Κι αν δεν με θέλει για γαμπρό
να με πάρει για βοσκό
Κι αν δεν με θέλει για βοσκό
να φυλάω τις κότες
Κι αν δεν με θέλει για τις κότες
να με βάλει γουρνάρη
Κι αν δεν με θέλει γουρνάρη
να με κάνει χουσμεκιάρη).

56. Βάγγιω Φώτο εξώφυλλου

Ψες είδα στο όνειρό μου, μαύρα μάτια στο πλευρό μου
και ξυπνώ και δεν τα βρίσκω, μου `ρχεται να ξεψυχήσω.
Με τα ρούχα μου μαλώνω, τα ξεσκίζω τα μπαλώνω
ρούχα μου παλιά μου ρούχα, που ν’ τα μαύρα μάτια που `χα.

57. Δώδεκα χρόνους ασκητής

Δώδεκα χρόνους ασκητής και πέντε χρόνους άγιος
κόρη ξανθή με γέλασε, άντρα για να με πάρει.
Χάνω κόρη μ’ τα γράμματα, χάνω την αγιοσύνη.
Σύρε σταυρέ μ’ στους ουρανούς, Βαγγέλιο στους αγγέλους
και γω θα πάω στο μπαρμπεριό να κόψω τα μαλλιά μου
και θα `ρθω να σε παντρευτώ.

58. Κλεφτουριά

Εγέρασα, μωρέ παιδιά, στα κλεφτολήμερά μου
με τους παλιούς συντρόφους μου, παιδιά τ’ Ασπροποτάμου,
βάστα καημένη κλεφτουριά.
Αηδόνια και παγόνια
να μη λαλήσετε
κοιμάται ο καπετάνιος
μην τον ξυπνήσετε.

59. Χινόπωρος

Παιδιά μ’ πήρε χινόπωρος, παιδιά μ’ πήρε χειμώνας
πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά, ξ’ ισκιώσαν τα λημέρια
πάμε παιδιά μ’ να φύγουμε να γίνουμε μπουλούκια
πιάστε τους φίλους τους πιστούς και τους καλούς κουμπάρους
πάμε να ξεχειμάσουμε.

60. Νίτσα μ’

Νύσταξα, Νίτσα μ’, νύσταξα και θέλω να πλαγιάσω
σήκω, Νίτσα μ’, να πέσουμε να κοιμηθούμε αντάμα
Ακόμα τούτη τη βραδιά, ταχιά θα λα σ’ αφήσω
θα κάνεις χρόνους να με ιδείς, καιρό να μ’ ανταμώσεις
θα πάω μακριά στην ξενιτιά.

61. Ο Γιάννος με τον ταμπουρά

Ο Γιάννος με τον ταμπουρά κι η Λένω με τη ρόκα
που πάησαν κι ανταμώσανε σε ξέχωρο σοκάκι.
Που πας Λενιώ μου μονάχη τώρα το βράδυ, βράδυ.
Πάνω στη θειά μου τη Φανιώ, στη θειά μου τη Μαρουσιώ
πάω να νυχτερέψουμε με τ’ άλλα τα κορίτσια
να γνέσω τα πιτρίκια μου, να φτιάσω τα προικιά μου
να φτιάσω ζώνα του γαμπρού, ποδιά της πεθεράς μου
να μάσω την αρμάτα μου.

62. Απόψε στο σπιτάκι μου

Απόψε στο σπιτάκι μου, ν’είχα χαρά μεγάλη
τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα
και την κυρά την Παναγιά την μυριοπροσκυνούσα
να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου
ν’ανοίξω τον παράδεισο.

63. Χατζηπέτρος

Βουνά του Ασπροπόταμου, βουνά μου χιονισμένα
τα χιόνια μην τα λιώσετε ώσπου να `ρθουν και τα’ άλλα
γιατί ειν’ ο Πέτρος άρρωστος, βαριά για να πεθάνει
τον κλαίγουν χώρες και χωριά κι όλα τα βιλαέτια
τον κλαίγει κι η μανούλα του.

64. Ξενιτιά

Μαράζωσα στην ξενιτιά, εδώ στα μαύρα ξένα
ολημερούλα μοναχός, το βράδυ λυπημένος.
Παναθεμά σε, μαγκούφα ξενιτιά.
Τίνος να τον πω
τον πόνο πόχω γω.

65. Γρηγόρης Γκάρτζος

Γρηγόρη μ’ τι μας άργησες, δε φάνηκες να έρθεις
μήνα τα χιόνια σ’ έκλεισαν, μήνα και τα ποτάμια.
Στη φυλακή με βάλανε, στης Λάρσας τα μπουντρούμια
γράμμα μου `στειλε η Βούλα μου, άλλον άντρα θα πάρει.
Βούλα μ’ να μη σε ειδώ μπροστά πθενά μη σε σταυρώσω
θα πάρω το κεφάλι σου, θα πάω να γίνω κλέφτης
να κατοικήσω στα βουνά.

66. Ζυγουριάρης (Συρτό αργό)

Εννιά χιλιάδες πρόβατα, εννιά αδέρφια τα βόσκουν.
Οι τρεις πηγαίνουν για την κλεψιά, οι πέντε στην αγάπη.
Το Γιάννη αφήνουν πιστικό, το Γιάννη ζυγουριάρη.
Καλά Γιάννη μου τα πρόβατα, καλά και τα ζυγούρια.
Στο μέγα στάλο να τα πας, να πας, να πας να τα σταλίσεις
και στον αφρό της θάλασσας, να πας, να πας να τα ποτίσεις.

67. Του Άσπρου το γκιοφύρι (Τσάμικο)

Πάμε παιδιά μ’ να πιάσουμε του Άσπρου το γκιοφύρι.
Ν’ εκεί περνούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες.
Κι εμείς θα τις διαλέξουμε πας ένας τη δικιά του.
Του καπετάνιου η πιο καλή να `ναι και μαυρομάτα.

68. Χαράματα κινάω (Καλαματιανό)

Χαράματα κινάω ο ήλιος πριν να βγει
στο λόγγο για να πάω για ξύλα, για κλαρί.
Βλέπω τη μαυρομάτα, την κόρη που αγαπώ
ν’ ανηφορεί τη στράτα και γω να τραγουδώ.
Κόρη μ’ που πας απάνω τη ρόκα γνέθοντας,
περίμενε και μένα να πάμε παίζοντας.
Σ’ όλους μοιράζεις άνθη σ’ όλους βασιλικό
και μένα τον καημένο μαχαίρι να σφαγώ.

69. Φεγγάρι μου λαμπρό (Συρτό)

Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και λαμπροφορεμένο
φεγγαράκι μου γραμμένο.
Αυτού ψηλά που περπατείς, φεγγάρι, φεγγάρι και χαμηλά λογιάζεις
φεγγαράκι μου γραμμένο.
Μην είδες μην αλόγιασες, φεγγάρι, φεγγάρι, τον αγαπητικό μου;
φεγγαράκι μου γραμμένο.
Σε τι λαγκάδια περπατεί, φεγγάρι, φεγγάρι, σε τι ραχούλες τρέχει
φεγγαράκι μου γραμμένο.
Σε τι τραπέζι κάθεται, φεγγάρι, φεγγάρι, σε τι ταβέρνες πίνει
φεγγαράκι μου γραμμένο.
Τίνος ματάκια τον θωρούν, φεγγάρι, φεγγάρι, και τα δικά μου κλαίνε
φεγγαράκι μου γραμμένο.

70. Μα το Σταυρό (Συρτό στα τρία)

Μα το Σταυρό, Βάγγιω, Βαγγελή, να πού κανε
σήμερα τη Δευτέρα.
Και σταύρωσα, Βάγγιω, Βαγγελή, μια λυγερή
που `ρχεται από τ’ αμπέλι.
Δυο μήλα, Βάγγιω, Βαγγελή, της εζήτησα
κι αυτή μου δίνει δέκα.
Δε θέλω γω, Βάγγιω, Βαγγελή, τα μήλα σου
τα τσαλαπατημένα.
Θέλω τα δυο, Βάγγιω, Βαγγελή, του κόρφου σου
τα μοσχομυρισμένα.

71. Χωριό μου (Τσάμικο)

Χωριό μου τρισπερήφανο, χωριό μου συ γραμμένο
που `χεις αθάνατο νερό, κρύσταλλο παγωμένο.
Είμαι μακριά σου και πονώ, μακριά σου και πεθαίνω
και καρτερώ την άνοιξη, το θέρο περιμένω.

72. Νιοαρραβωνιασμένα (Τσάμικο)

Κάτω στα βλάχικα χωριά, στα βλάχικα καλύβια
κάνουν οι βλάχοι μια χαρά, παντρεύουν ένα κοράσιο
την τάζουν `να βλαχόπουλο, `να `μορφο παλικάρι
κι οι βλάχοι το μετάνιωσαν, δεν θέλουν να το δώσουν
και στον Κατή επήγαιναν και στον Κατή πηγαίνουν.
Εσύ Κατής, εσύ κριτής, κρίνεις τον κόσμο όλο
κρίνε κι εμάς τα νιούτσικα, τα νιοαρραβωνιασμένα.

73. Ξένος (Στα τρία)

Ξένος διάβαινα στον κάμπο, κόρη όμορφη απαντάω.
Κόρη μ’ έλα να σε πάρω, στο χωριό μου να σε πάω.
Ξένε μ’ δω στο χειμαδιό μου, νοιάζομαι τον πιστικό μου
κι η καρδούλα μου στενάζει κι η μανούλα μου σκανιάζει.

74. Όνειρο (Καγκέλι)

Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν
είδα το μαύρο μου γυμνό, τη σέλα πεταμένη
και το σπαθί μου τ’ αργυρό, στη μέση τσακισμένο
και το μαντήλι το καλό, στο αίμα βουτηγμένο.
Ξήγα το μάνα μ’, ξήγα το, ξήγα το όνειρό μου.
Ο μαύρος είναι ο χωρισμός και το σπαθί ο πόνος
και το μαντήλι το καλό, δηλάει θα πας στα ξένα.

75. Βουνά περήφανα (Τσάμικο)

Εσείς βουνά περήφανα, βουνά τ’ Ασπροποτάμου
τους βλάχους τι τους κάνατε, τις ρούσες βλαχοπούλες.
Που `ναι τα γλέντια κι οι χαρές, που `ναι τα πανηγύρια
που `ναι τα φλώρα πρόβατα με τα χοντρά κουδούνια.
Οι βλάχοι παν στα χειμαδιά πάησαν κατά τον κάμπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου